- κυβηλίζω
- κυβηλίζω (Α) [κύβηλις]χτυπώ με τον πέλεκυ, πελεκίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυβηλίσαι — κυβηλίζω strike with an axe aor inf act κυβηλίσαῑ , κυβηλίζω strike with an axe aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβηλιστής — κυθηλιστής, ὁ (Α) [κυβηλίζω] 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἀγερσικύβηλις ἀγύρτης και κυβηλιστής» 2. (κατά τον Ησύχ.) «κακοῡργος» … Dictionary of Greek